- χαμαικυπάρισσος
- χᾰμαι-κῠπάρισσος [pron. full] [πᾰ], ἡ,A lavender cotton, Santolina Chamaecyparissus, Poet. de herb.106, Plin.HN24.136.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαικυπάρισσος — η, ΝΑ βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + κυπάρισσος. Ως όρος τής νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chamaecyparis] … Dictionary of Greek
χαμαικυπάρισσον — χαμαικυπάρισσος lavender cotton fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπάρισσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση τον αναφέρει ως ωραιότατο έφηβο, ευνοούμενο του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν κάποτε σκότωσε άθελά του το αγαπημένο του ελάφι, η θλίψη του ήταν αφόρητη και ο Απόλλωνας για να τον λυτρώσει τον… … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek